- συνέσφιγγεν
- συσφίγγωbind close togetherimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπειρώ — άω, Α 1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.) παθ. περισπειρῶμαι, άομαι α) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.) β) περικυκλώνω,… … Dictionary of Greek